διατοίχηση

διατοίχηση
[-ις (-εως)] η , διατοίχισμός ο мор. бортовая (или боковая) качка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διατοίχηση" в других словарях:

  • διατοίχηση — και διατοίχιση, η η ταλάντευση πλοίου που οφείλεται σε τρικυμία, παρακύλισμα, μπότζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διατοιχώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ηλία Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • παρακύλισμα — και παρακύλημα, το 1. ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακυλώ, η διατοίχηση ή διατοιχισμός, κν. μπότζι 2. κύλισμα, βούτηγμα μέσα σε κάτι με περιστροφικές κινήσεις 3. φρ. «παρακυλίσματος κίνηση» ιατρ. συνολική κυματοειδής κίνηση τής… …   Dictionary of Greek

  • σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»